Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παιδομορφισμός οι παιδομορφισμοί
      γενική του παιδομορφισμού των παιδομορφισμών
    αιτιατική τον παιδομορφισμό τους παιδομορφισμούς
     κλητική παιδομορφισμέ παιδομορφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παιδομορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία paedo- + -morphism[1] (όπως στην αγγλική paedomorphism) < αρχαία ελληνική παιδο- + μορφ(ία) + -ισμός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ðo.mo.ɾfiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παι‐δο‐μο‐ρφι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παιδομορφισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία