παιδομορφισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παιδομορφισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία paedo- + -morphism[1] (όπως στην αγγλική paedomorphism) < αρχαία ελληνική παιδο- + μορφ(ία) + -ισμός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ðo.mo.ɾfiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐δο‐μο‐ρφι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
παιδομορφισμός αρσενικό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση όπου τα μέρη του σώματος ενός ενήλικα θυμίζουν παιδιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
παιδομορφισμός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ παιδομορφισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας