μπρόκολο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπρόκολο | τα | μπρόκολα |
γενική | του | μπρόκολου | των | μπρόκολων |
αιτιατική | το | μπρόκολο | τα | μπρόκολα |
κλητική | μπρόκολο | μπρόκολα | ||
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπρόκολο < ιταλική broccolo, υποκοριστικό του brocco (βλαστάρι) < λατινική broccus / brochus (αιχμηρός) < γαλατικά < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bhr̥- (αιχμηρός)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈbɾɔ.kɔ.lɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπρόκολο ουδέτερο
- (βοτανική) μονοετές φυτό (είδος λάχανου: κράμβη η λαχανώδης) της οικογένειας των Κραμβοειδών (Σταυρανθών) του γένους Κράμβη (Brassica), ύψους 50-90 εκατοστών, με πυκνές ταξιανθίες στο άκρο του κεντρικού άξονα και των κλαδιών
- Το μπρόκολο αποτελεί πλούσια πηγή σουλφοραφάνης, μιας ουσίας που έχει φανεί ότι προσφέρει αντικαρκινική προστασία. (*)
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- μπρόκολο στη Βικιπαίδεια