μπροκολόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπροκολόσουπα | οι | μπροκολόσουπες |
γενική | της | μπροκολόσουπας | — | |
αιτιατική | την | μπροκολόσουπα | τις | μπροκολόσουπες |
κλητική | μπροκολόσουπα | μπροκολόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπροκολόσουπα < μπρόκολ(ο) + -ό- + -σουπα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπροκολόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο στοιχείο παρασκευής βραστά μπρόκολα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπροκολόσουπα
|