μονόπρακτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονόπρακτος < μονο- + πράξη + -τος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική en un acte[1] [2]ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εinakter[1] [2]
Επίθετο
επεξεργασίαμονόπρακτος
- (θέατρο) (για θεατρικό έργο) που αποτελείται από μία πράξη
- (ουσιαστικοποιημένο) μονόπρακτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονόπρακτος
|
- ↑ 1,0 1,1 μονόπρακτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ 2,0 2,1 μονόπρακτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας