↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόπρακτος η μονόπρακτη το μονόπρακτο
      γενική του μονόπρακτου της μονόπρακτης του μονόπρακτου
    αιτιατική τον μονόπρακτο τη μονόπρακτη το μονόπρακτο
     κλητική μονόπρακτε μονόπρακτη μονόπρακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόπρακτοι οι μονόπρακτες τα μονόπρακτα
      γενική των μονόπρακτων των μονόπρακτων των μονόπρακτων
    αιτιατική τους μονόπρακτους τις μονόπρακτες τα μονόπρακτα
     κλητική μονόπρακτοι μονόπρακτες μονόπρακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονόπρακτος < μονο- + πράξη + -τος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική en un acte[1] [2]ή (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εinakter[1] [2]

  Επίθετο

επεξεργασία

μονόπρακτος

  1. (θέατρο) (για θεατρικό έργο) που αποτελείται από μία πράξη
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μονόπρακτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 μονόπρακτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. 2,0 2,1 μονόπρακτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας