Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρίπρακτος η τρίπρακτη το τρίπρακτο
      γενική του τρίπρακτου της τρίπρακτης του τρίπρακτου
    αιτιατική τον τρίπρακτο την τρίπρακτη το τρίπρακτο
     κλητική τρίπρακτε τρίπρακτη τρίπρακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρίπρακτοι οι τρίπρακτες τα τρίπρακτα
      γενική των τρίπρακτων των τρίπρακτων των τρίπρακτων
    αιτιατική τους τρίπρακτους τις τρίπρακτες τα τρίπρακτα
     κλητική τρίπρακτοι τρίπρακτες τρίπρακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρίπρακτος < τρί- + πράξη + -τος[1] [2]

  Επίθετο επεξεργασία

τρίπρακτος, -η, -ο

  1. (θέατρο) (για θεατρικό έργο) που αποτελείται από τρεις πράξεις
  2. (ουσιαστικοποιημένο) τρίπρακτο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. τρίπρακτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. τρίπρακτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας