↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταλλωρύχος οι μεταλλωρύχοι
      γενική του μεταλλωρύχου των μεταλλωρύχων
    αιτιατική τον μεταλλωρύχο τους μεταλλωρύχους
     κλητική μεταλλωρύχε μεταλλωρύχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταλλωρύχος < (ελληνιστική κοινήμεταλλωρύχος < αρχαία ελληνική μέταλλον + ὀρύττω (το ω (μεταλλωρύχος) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταλλωρύχος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μεταλλωρύχος οἱ μεταλλωρύχοι
      γενική τοῦ μεταλλωρύχου τῶν μεταλλωρύχων
      δοτική τῷ μεταλλωρύχ τοῖς μεταλλωρύχοις
    αιτιατική τὸν μεταλλωρύχον τοὺς μεταλλωρύχους
     κλητική ! μεταλλωρύχε μεταλλωρύχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεταλλωρύχω
γεν-δοτ τοῖν  μεταλλωρύχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταλλωρύχος < αρχαία ελληνική μέταλλον + ὀρύττω (το ω (μεταλλωρύχος) εξηγείται με τον φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μεταλλωρύχος αρσενικό

μεταλλωρύχος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].