prospecteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prospecteur | prospecteurs |
θηλυκό | prospectrice | prospectrices |
Ουσιαστικό επεξεργασία
prospecteur (fr)
- διερευνητής
- αυτός που ψάχνει νέα πελατεία για λογαριασμό μιας εταιρείας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη prospecter