Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό prospecteur prospecteurs
θηλυκό prospectrice prospectrices

  Ουσιαστικό επεξεργασία

prospecteur (fr)

  1. διερευνητής
  2. αυτός που ψάχνει νέα πελατεία για λογαριασμό μιας εταιρείας

Συγγενικά επεξεργασία