Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεταγωγός οι μεταγωγοί
      γενική του μεταγωγού των μεταγωγών
    αιτιατική τον μεταγωγό τους μεταγωγούς
     κλητική μεταγωγέ μεταγωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταγωγός < ελληνιστική κοινή μεταγωγός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική switch[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεταγωγός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μεταγωγός τὸ μεταγωγόν
      γενική τοῦ/τῆς μεταγωγοῦ τοῦ μεταγωγοῦ
      δοτική τῷ/τῇ μεταγωγ τῷ μεταγωγ
    αιτιατική τὸν/τὴν μεταγωγόν τὸ μεταγωγόν
     κλητική ! μεταγωγέ μεταγωγόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μεταγωγοί τὰ μεταγωγᾰ́
      γενική τῶν μεταγωγῶν τῶν μεταγωγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς μεταγωγοῖς τοῖς μεταγωγοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς μεταγωγούς τὰ μεταγωγᾰ́
     κλητική ! μεταγωγοί μεταγωγᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μεταγωγώ τὼ μεταγωγώ
      γεν-δοτ τοῖν μεταγωγοῖν τοῖν μεταγωγοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεταγωγός < αρχαία ελληνική μετάγω + -ός < μετά + ἄγω

  Επίθετο επεξεργασία

μεταγωγός

  Πηγές επεξεργασία

  1. μεταγωγόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)