μεταγωγός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταγωγός < ελληνιστική κοινή μεταγωγός ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική switch[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταγωγός αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταγωγός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταγωγός < αρχαία ελληνική μετάγω + -ός < μετά + ἄγω
Επίθετο επεξεργασία
μεταγωγός
Πηγές επεξεργασία
- μεταγωγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ μεταγωγός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)