μεσολιθική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεσολιθική | ||
γενική | της | μεσολιθικής | ||
αιτιατική | τη | μεσολιθική | ||
κλητική | μεσολιθική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεσολιθική < θηλυκό του επιθέτου μεσολιθικός < μέσος + λίθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεσολιθική θηλυκό
- (ιστορία) (εννοείται το ουσιαστικό περίοδος ή εποχή) η περίοδος της Λίθινης Εποχής ή Εποχής του Λίθου που μεσολαβεί μεταξύ παλαιολιθικής και νεολιθικής εποχής
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσολιθική