παλαιολιθικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλαιολιθικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paléolithique < αρχαία ελληνική παλαιός + λίθος
Επίθετο
επεξεργασίαπαλαιολιθικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την παλαιολιθική περίοδο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτήν
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παλαιολιθικός