paléolithique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.le.ɔ.li.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
paléolithique | paléolithiques |
paléolithique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
paléolithique | paléolithiques |
paléolithique (fr) αρσενικό ή θηλυκό