Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεολιθική < νεο- + λίθος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νεολιθική θηλυκό

  • περίοδος της ανθρώπινης πολιτισμικής ανάπτυξης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

νεολιθική

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία