Δείτε επίσης: Μελάμπυγος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / μελάμπυγος τὸ μελάμπυγον
      γενική τοῦ/τῆς μελαμπύγου τοῦ μελαμπύγου
      δοτική τῷ/τῇ μελαμπύγ τῷ μελαμπύγ
    αιτιατική τὸν/τὴν μελάμπυγον τὸ μελάμπυγον
     κλητική ! μελάμπυγε μελάμπυγον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ μελάμπυγοι τὰ μελάμπυγ
      γενική τῶν μελαμπύγων τῶν μελαμπύγων
      δοτική τοῖς/ταῖς μελαμπύγοις τοῖς μελαμπύγοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς μελαμπύγους τὰ μελάμπυγ
     κλητική ! μελάμπυγοι μελάμπυγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελαμπύγω τὼ μελαμπύγω
      γεν-δοτ τοῖν μελαμπύγοιν τοῖν μελαμπύγοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελάμπυγος < (μέλας, μελαν-) μελάμ- + πυγ(ή) + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

μελάμπυγος, -ος, -ον

  1. αυτός που έχει μαύρα, ή τριχωτά οπίσθια, σημάδι δύναμης και ανδρείας
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 802 (801-804)
    καὶ Μυρωνίδης γὰρ ἦν | τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυ-|γός τε τοῖς ἐχθροῖς ἐπᾴσσειν· | ὣς δὲ καὶ Φορμίων.
    Πιο πολλά ᾽χε ο Μυρωνίδης, | ο μαυρόκωλος. Οι οχτροί, | όντας είδαν τόσες τρίχες, φοβηθήκανε. | Όμοιος ήταν κι ο Φορμίων ο καπετάνιος.
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
     αντώνυμα: λευκόπυγος
  2. (ως ουσιαστικό, πτηνό) είδος αετού
     συνώνυμα: πύγαργος
  3. (το αρσενικό ως ουσιαστικό) προσωνυμία του Ηρακλέους

Παροιμίες

επεξεργασία