μεθοδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεθοδεύω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεθοδεύω (εξετάζω με μέθοδο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.θoˈðe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐θο‐δεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαμεθοδεύω, αόρ.: μεθόδευσα, παθ.φωνή: μεθοδεύομαι, π.αόρ.: μεθοδεύτηκα/-θηκα, μτχ.π.π.: μεθοδευμένος
- επινοώ τρόπους, για να φέρω το επιθυμητό αποτέλεσμα και τους υλοποιώ με συστηματικό τρόπο
- ↪ Πρέπει να μεθοδεύσεις τη λύση του προβλήματος.
- βρίσκω μη συμβατικές ή αμφισβητήσιμης ηθικής μεθόδους, για να αντιμετωπίσω ένα ζήτημα, το λύνω με πλάγιο, έμμεσο τρόπο
- ↪ Μεθοδεύουν την απόλυσή μου.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαμε μεθοδευ-
- αμεθόδευτα (επίρρημα)
- αμεθόδευτος
- αμεθοδεύτως (παρωχημένο)
- μεθόδευμα
- μεθοδευμένος
- μεθόδευση
- μεθοδεύσιμος
- μεθοδευτικός
→ και δείτε τη λέξη μέθοδος
- Όροι με μεθοδευ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεθοδεύω | μεθόδευα | θα μεθοδεύω | να μεθοδεύω | μεθοδεύοντας | |
β' ενικ. | μεθοδεύεις | μεθόδευες | θα μεθοδεύεις | να μεθοδεύεις | μεθόδευε | |
γ' ενικ. | μεθοδεύει | μεθόδευε | θα μεθοδεύει | να μεθοδεύει | ||
α' πληθ. | μεθοδεύουμε | μεθοδεύαμε | θα μεθοδεύουμε | να μεθοδεύουμε | ||
β' πληθ. | μεθοδεύετε | μεθοδεύατε | θα μεθοδεύετε | να μεθοδεύετε | μεθοδεύετε | |
γ' πληθ. | μεθοδεύουν(ε) | μεθόδευαν μεθοδεύαν(ε) |
θα μεθοδεύουν(ε) | να μεθοδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεθόδευσα | θα μεθοδεύσω | να μεθοδεύσω | μεθοδεύσει | ||
β' ενικ. | μεθόδευσες | θα μεθοδεύσεις | να μεθοδεύσεις | μεθόδευσε | ||
γ' ενικ. | μεθόδευσε | θα μεθοδεύσει | να μεθοδεύσει | |||
α' πληθ. | μεθοδεύσαμε | θα μεθοδεύσουμε | να μεθοδεύσουμε | |||
β' πληθ. | μεθοδεύσατε | θα μεθοδεύσετε | να μεθοδεύσετε | μεθοδεύστε | ||
γ' πληθ. | μεθόδευσαν μεθοδεύσαν(ε) |
θα μεθοδεύσουν(ε) | να μεθοδεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεθοδεύσει | είχα μεθοδεύσει | θα έχω μεθοδεύσει | να έχω μεθοδεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεθοδεύσει | είχες μεθοδεύσει | θα έχεις μεθοδεύσει | να έχεις μεθοδεύσει | έχε μεθοδευμένο | |
γ' ενικ. | έχει μεθοδεύσει | είχε μεθοδεύσει | θα έχει μεθοδεύσει | να έχει μεθοδεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεθοδεύσει | είχαμε μεθοδεύσει | θα έχουμε μεθοδεύσει | να έχουμε μεθοδεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεθοδεύσει | είχατε μεθοδεύσει | θα έχετε μεθοδεύσει | να έχετε μεθοδεύσει | έχετε μεθοδευμένο | |
γ' πληθ. | έχουν μεθοδεύσει | είχαν μεθοδεύσει | θα έχουν μεθοδεύσει | να έχουν μεθοδεύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) μεθοδευμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) μεθοδευμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) μεθοδευμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) μεθοδευμένο |
Παθητική φωνή: → λείπει η κλίση με διπλό αόριστο
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεθοδεύομαι | μεθοδευόμουν(α) | θα μεθοδεύομαι | να μεθοδεύομαι | ||
β' ενικ. | μεθοδεύεσαι | μεθοδευόσουν(α) | θα μεθοδεύεσαι | να μεθοδεύεσαι | ||
γ' ενικ. | μεθοδεύεται | μεθοδευόταν(ε) | θα μεθοδεύεται | να μεθοδεύεται | ||
α' πληθ. | μεθοδευόμαστε | μεθοδευόμαστε μεθοδευόμασταν |
θα μεθοδευόμαστε | να μεθοδευόμαστε | ||
β' πληθ. | μεθοδεύεστε | μεθοδευόσαστε μεθοδευόσασταν |
θα μεθοδεύεστε | να μεθοδεύεστε | (μεθοδεύεστε) | |
γ' πληθ. | μεθοδεύονται | μεθοδεύονταν μεθοδευόντουσαν |
θα μεθοδεύονται | να μεθοδεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεθοδεύτηκα | θα μεθοδευτώ | να μεθοδευτώ | μεθοδευτεί | ||
β' ενικ. | μεθοδεύτηκες | θα μεθοδευτείς | να μεθοδευτείς | μεθοδεύσου | ||
γ' ενικ. | μεθοδεύτηκε | θα μεθοδευτεί | να μεθοδευτεί | |||
α' πληθ. | μεθοδευτήκαμε | θα μεθοδευτούμε | να μεθοδευτούμε | |||
β' πληθ. | μεθοδευτήκατε | θα μεθοδευτείτε | να μεθοδευτείτε | μεθοδευτείτε | ||
γ' πληθ. | μεθοδεύτηκαν μεθοδευτήκαν(ε) |
θα μεθοδευτούν(ε) | να μεθοδευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μεθοδευτεί | είχα μεθοδευτεί | θα έχω μεθοδευτεί | να έχω μεθοδευτεί | μεθοδευμένος | |
β' ενικ. | έχεις μεθοδευτεί | είχες μεθοδευτεί | θα έχεις μεθοδευτεί | να έχεις μεθοδευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει μεθοδευτεί | είχε μεθοδευτεί | θα έχει μεθοδευτεί | να έχει μεθοδευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μεθοδευτεί | είχαμε μεθοδευτεί | θα έχουμε μεθοδευτεί | να έχουμε μεθοδευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε μεθοδευτεί | είχατε μεθοδευτεί | θα έχετε μεθοδευτεί | να έχετε μεθοδευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μεθοδευτεί | είχαν μεθοδευτεί | θα έχουν μεθοδευτεί | να έχουν μεθοδευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι μεθοδευμένος - είμαστε, είστε, είναι μεθοδευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν μεθοδευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν μεθοδευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι μεθοδευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι μεθοδευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι μεθοδευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι μεθοδευμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεθοδεύω
Πηγές
επεξεργασία- μεθοδεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεθοδεύω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεθοδεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμεθοδεύω (ελληνιστική κοινή)
- εξετάζω μεθοδικά
- εξαπατώ μεθοδικά, χρησιμοποιώ δόλια τεχνάσματα, μηχανεύομαι
- εισπράττω φόρους ή χρέη
- αποκρούω ή απομακρύνω μεθοδικά
- (ιατρική) θεραπεύω
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De methodo medendi, 14.16 @scaife.perseus
- μεθοδεύεται γάρ πως καὶ ταῦτα·
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, De methodo medendi, 14.16 @scaife.perseus
- κυβερνώ
- εκφράζω με λόγια
- διαστρεβλώνω λόγια
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μέθοδος
Πηγές
επεξεργασία- μεθοδεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεθοδεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.