μεθοδευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεθοδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεθοδεύω
Μετοχή επεξεργασία
μεθοδευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μεθοδεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεθοδευμένος
|
μεθοδευμένος, -η, -ο
|