Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεθοδευμένος η μεθοδευμένη το μεθοδευμένο
      γενική του μεθοδευμένου της μεθοδευμένης του μεθοδευμένου
    αιτιατική τον μεθοδευμένο τη μεθοδευμένη το μεθοδευμένο
     κλητική μεθοδευμένε μεθοδευμένη μεθοδευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεθοδευμένοι οι μεθοδευμένες τα μεθοδευμένα
      γενική των μεθοδευμένων των μεθοδευμένων των μεθοδευμένων
    αιτιατική τους μεθοδευμένους τις μεθοδευμένες τα μεθοδευμένα
     κλητική μεθοδευμένοι μεθοδευμένες μεθοδευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεθοδευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεθοδεύω

  Μετοχή επεξεργασία

μεθοδευμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία