Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεθόδευση οι μεθοδεύσεις
      γενική της μεθόδευσης* των μεθοδεύσεων
    αιτιατική τη μεθόδευση τις μεθοδεύσεις
     κλητική μεθόδευση μεθοδεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεθοδεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεθόδευση < μεθόδευσις, λέξη της καθαρεύουσας < από το επίσης λόγιο μεθοδεύομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεθόδευση θηλυκό

  1. Η δρομολόγηση εξελίξεων με έμμεσο τρόπο, η πρόκληση του επιθυμητού αποτελέσματος με πλάγια μέσα, η χειραγώγηση.
    Η μεθόδευση της απόλυσης έγινε με ανάθεση περίπλοκων και δύσκολων εργασιών, με τον ορισμό μη ρεαλιστικών χρονοδιαγραμμάτων, με ...
  2. Η εφαρμογή μεθόδων άμεσων αλλά ανήθικων, οι κωλυσιεργίες, η επινόηση νομότυπων μεθόδων, τα κόλπα, τα νομικά τερτίπια.
    Οι πρωτοφανείς μεθοδεύσεις και επίδειξη ισχύος που μεταχειρίστηκε η κυβερνητική πλειοψηφία χθες στη Βουλή, προκειμένου να ψηφιστεί....
  3. Η τακτοποίηση των ενεργειών, η ανεύρεση μεθόδου για το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα.
    Η μεθόδευση της διδασκαλίας στην πολυπολιτισμική τάξη

  Μεταφράσεις επεξεργασία