μεγαλώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεγαλώνυμος < αρχαία ελληνική μεγαλώνυμος < μεγαλ- + -ώνυμος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.ni.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λώ‐νυ‐μος
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλώνυμος, -η, -ο
- που κατέχει τρανό, ένδοξο όνομα, που είναι φημισμένος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μεγάλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεγαλώνυμος
→ δείτε τη λέξη φημισμένος |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μεγαλώνυμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μεγαλώνυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.