μαύρος πάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαύρος πάγος < → δείτε τις λέξεις μαύρος και πάγος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈma.vɾos ˈpa.ɣos/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαμαύρος πάγος αρσενικό
- λεία, ελάχιστα ορατή και σε επικίνδυνο βαθμό ολισθηρή επιφάνεια πάγου, συνήθως πάνω σε σκούρα επιφάνεια, όπως πέτρα ή πεζοδρόμιο
- ※ Ο πιο ύπουλος εχθρός των οδηγών δεν είναι φυσικά το χιόνι, αλλά ο λεγόμενος “μαύρος πάγος”.
- Προσοχή στον “μαύρο πάγο” – Συμβουλές προς οδηγούς και πεζούς, ertnews.gr, 15 Φεβρουαρίου 2021
- ※ Ο πιο ύπουλος εχθρός των οδηγών δεν είναι φυσικά το χιόνι, αλλά ο λεγόμενος “μαύρος πάγος”.
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαύρος πάγος
|