Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαύρος πάγος οι μαύροι πάγοι
      γενική του μαύρου πάγου των μαύρων πάγων
    αιτιατική τον μαύρο πάγο τους μαύρους πάγους
     κλητική μαύρε πάγε μαύροι πάγοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαύρος πάγος < → δείτε τις λέξεις μαύρος και πάγος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈma.vɾos ˈpa.ɣos/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

μαύρος πάγος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία