μακρόπνοος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μακρόπνοος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μακρόπνοος, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική de longue haleine[1] (μακράς πνοής)
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμακρόπνοος, -η, -ο
- που είναι «μακράς πνοής», που σχεδιάζεται ή πραγματοποιείται με πρόβλεψη και για τις μελλοντικές ανάγκες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μακρόπνοος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μακρόπνοος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμακρόπνοος, -ος, -ον & μακρόπνους, -ους, -ουν
- που παίρνει βαθιά ανάσα
- που παρατείνεται για πολύ χρόνο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μακρόπνοος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μακρόπνοος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.