Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαθητοκεντρικός η μαθητοκεντρική το μαθητοκεντρικό
      γενική του μαθητοκεντρικού της μαθητοκεντρικής του μαθητοκεντρικού
    αιτιατική τον μαθητοκεντρικό τη μαθητοκεντρική το μαθητοκεντρικό
     κλητική μαθητοκεντρικέ μαθητοκεντρική μαθητοκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαθητοκεντρικοί οι μαθητοκεντρικές τα μαθητοκεντρικά
      γενική των μαθητοκεντρικών των μαθητοκεντρικών των μαθητοκεντρικών
    αιτιατική τους μαθητοκεντρικούς τις μαθητοκεντρικές τα μαθητοκεντρικά
     κλητική μαθητοκεντρικοί μαθητοκεντρικές μαθητοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαθητοκεντρικός (νεολογισμός) < μαθητ(ής) + -ο- + κεντρικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική learner-centered) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.θi.to.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐θη‐το‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

μαθητοκεντρικός, -ή, -ό

  • (εκπαίδευση) που έχει στο κέντρο (του ενδιαφέροντός του) τον μαθητή ή που ο μαθητής έχει κεντρικό ρόλο στη μαθησιακή διαδικασία κι όχι ο δάσκαλος
    ※  Ο στόχος αυτής της εργασίας είναι να προτείνει ένα παιδαγωγικό μοντέλο υποστήριξης της μάθησης, βασισμένο στις μαθητοκεντρικές εκπαιδευτικές αρχές, δίνοντας έμφαση στις ατομικές μαθησιακές προτιμήσεις και τη συνεργατικότητα (Ο Σχεδιασμός Eνός Μαθητοκεντρικού Συστήματος για την Υποστήριξη του Σχηματισμού Ομάδων Εκπαιδευόμενων, 6ο Συνέδριο ΕΤΠΕ «Οι ΤΠΕ στην Εκπαίδευση», Eλληνική Επιστημονική Ένωση Τεχνολογιών Πληροφορίας & Επικοινωνιών στην Εκπαίδευση, ανακτήθηκε την 1/12/2022 [1])

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία