Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασκαλοκεντρικός η δασκαλοκεντρική το δασκαλοκεντρικό
      γενική του δασκαλοκεντρικού της δασκαλοκεντρικής του δασκαλοκεντρικού
    αιτιατική τον δασκαλοκεντρικό τη δασκαλοκεντρική το δασκαλοκεντρικό
     κλητική δασκαλοκεντρικέ δασκαλοκεντρική δασκαλοκεντρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασκαλοκεντρικοί οι δασκαλοκεντρικές τα δασκαλοκεντρικά
      γενική των δασκαλοκεντρικών των δασκαλοκεντρικών των δασκαλοκεντρικών
    αιτιατική τους δασκαλοκεντρικούς τις δασκαλοκεντρικές τα δασκαλοκεντρικά
     κλητική δασκαλοκεντρικοί δασκαλοκεντρικές δασκαλοκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δασκαλοκεντρικός (νεολογισμός) < δάσκαλ(ος) + -ο- + κεντρικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική teacher-centered) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ða.ska.lo.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐σκα‐λο‐κε‐ντρι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

δασκαλοκεντρικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία