δασκαλοκεντρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δασκαλοκεντρικός (νεολογισμός) < δάσκαλ(ος) + -ο- + κεντρικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική teacher-centered) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ða.ska.lo.cen.dɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐σκα‐λο‐κε‐ντρι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαδασκαλοκεντρικός, -ή, -ό
- (εκπαίδευση) που ο δάσκαλος έχει κεντρικό ρόλο στη μαθησιακή διαδικασία κι όχι ο μαθητής
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δασκαλοκεντρικός