↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαδριλένικος η μαδριλένικη το μαδριλένικο
      γενική του μαδριλένικου της μαδριλένικης του μαδριλένικου
    αιτιατική τον μαδριλένικο τη μαδριλένικη το μαδριλένικο
     κλητική μαδριλένικε μαδριλένικη μαδριλένικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαδριλένικοι οι μαδριλένικες τα μαδριλένικα
      γενική των μαδριλένικων των μαδριλένικων των μαδριλένικων
    αιτιατική τους μαδριλένικους τις μαδριλένικες τα μαδριλένικα
     κλητική μαδριλένικοι μαδριλένικες μαδριλένικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαδριλένικος <Μαδριλέν(ος) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ðɾiˈle.ni.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐δρι‐λέ‐νι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

μαδριλένικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με τη Μαδρίτη ή τους κατοίκους της

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία