↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λύγινος η λύγινη το λύγινο
      γενική του λύγινου της λύγινης του λύγινου
    αιτιατική τον λύγινο τη λύγινη το λύγινο
     κλητική λύγινε λύγινη λύγινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λύγινοι οι λύγινες τα λύγινα
      γενική των λύγινων των λύγινων των λύγινων
    αιτιατική τους λύγινους τις λύγινες τα λύγινα
     κλητική λύγινοι λύγινες λύγινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λύγινος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λύγινος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈli.ʝi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λύ‐γι‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

λύγινος, -η, -ο

  • που αποτελείται, που φτιάχτηκε από ξύλο λυγαριάς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική λύγινος λυγίνη τὸ λύγινον
      γενική τοῦ λυγίνου τῆς λυγίνης τοῦ λυγίνου
      δοτική τῷ λυγίν τῇ λυγίν τῷ λυγίν
    αιτιατική τὸν λύγινον τὴν λυγίνην τὸ λύγινον
     κλητική ! λύγινε λυγίνη λύγινον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ λύγινοι αἱ λύγιναι τὰ λύγιν
      γενική τῶν λυγίνων τῶν λυγίνων τῶν λυγίνων
      δοτική τοῖς λυγίνοις ταῖς λυγίναις τοῖς λυγίνοις
    αιτιατική τοὺς λυγίνους τὰς λυγίνᾱς τὰ λύγιν
     κλητική ! λύγινοι λύγιναι λύγιν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λυγίνω τὼ λυγίν τὼ λυγίνω
      γεν-δοτ τοῖν λυγίνοιν τοῖν λυγίναιν τοῖν λυγίνοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

λύγινος, -η, -ον [ῠ] [ῐ] (ελληνιστική κοινή)