↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η λυσιγόνος το λυσιγόνο
      γενική του/της λυσιγόνου του λυσιγόνου
    αιτιατική τον/τη λυσιγόνο το λυσιγόνο
     κλητική λυσιγόνε λυσιγόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λυσιγόνοι τα λυσιγόνα
      γενική των λυσιγόνων των λυσιγόνων
    αιτιατική τους/τις λυσιγόνους τα λυσιγόνα
     κλητική λυσιγόνοι λυσιγόνα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «εμβολοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λυσιγόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική lysigène[1] < lysi- > λυσι- (< αρχαία ελληνική λύσις) + -gène > αρχαία ελληνική -γενής > αποδόθηκε ως -γόνος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /li.siˈɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λυ‐σι‐γό‐νος

  Επίθετο

επεξεργασία

λυσιγόνος, -ος, -ο [2]

  • (βιολογία) που έχει σχέση με την «λύση», την καταστροφή, κυττάρων
    ※  Λυσιγόνος κύκλος: Ο κύκλος ζωής ενός βακτηριοφάγου κατά τον οποίο το DNA του βακτηριοφάγου ενσωματώνεται στο DNA του βακτηριακού κυττάρου-ξενιστή και αντιγράφεται μαζί του.
    pdf@ebooks.edu - Βιολογία Γ΄ Γενικού Λυκείου Ομάδας Προσανατολισμού Θετικών Σπουδών', Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών & Εκδόσεων «Διόφαντος», σελ. 203

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις λύση, γόνος, γένος και γεννάω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. (αρσενικό, θηλυκό)* λυσιγόνος, (αρσενικό, θηλυκό) — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)