λοβίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λοβίο | τα | λοβία |
γενική | του | λοβίου | των | λοβίων |
αιτιατική | το | λοβίο | τα | λοβία |
κλητική | λοβίο | λοβία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λοβίο < ελληνιστική κοινή λόβιον < αρχαία ελληνική λοβός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλοβίο ουδέτερο
- (ανατομία) το κάτω άκρο του έξω μέρους του αφτιού
- (ανατομία) προεξέχοντα τμήματα οργάνων του ανθρώπινου σώματος με αυλακώσεις
- (βοτανική) καρπός φυτού με περικάρπιο με σκληρό υμένα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λοβίο
|