Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαοκρατικός η λαοκρατική το λαοκρατικό
      γενική του λαοκρατικού της λαοκρατικής του λαοκρατικού
    αιτιατική τον λαοκρατικό τη λαοκρατική το λαοκρατικό
     κλητική λαοκρατικέ λαοκρατική λαοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαοκρατικοί οι λαοκρατικές τα λαοκρατικά
      γενική των λαοκρατικών των λαοκρατικών των λαοκρατικών
    αιτιατική τους λαοκρατικούς τις λαοκρατικές τα λαοκρατικά
     κλητική λαοκρατικοί λαοκρατικές λαοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαοκρατικός < λαοκρατία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

λαοκρατικός, -ή, -ό

  1. που χαρακτηρίζεται από το ότι την εξουσία την έχει ο λαός, σχετικός με τη λαοκρατία
  2. επιθετικός προσδιορισμός που αποτελεί μέρος της επίσημης ονομασίας σοσιαλιστικών κρατών
    Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία, Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας
     συνώνυμα: λαϊκός

  Μεταφράσεις επεξεργασία