κουνουπίδι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κουνουπίδι < μεσαιωνική ελληνική κουνουπίδιν < ελληνιστική κοινή κάνωπον
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.nuˈpi.ði/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κουνουπίδι ουδέτερο
- (βοτανική) μονοετές ποώδες φυτό του είδους Brassica oleracea που καλλιεργείται για την εδώδιμη άσπρη σφαιρική ανθοκεφαλή του
- (λαχανικό) η ανθοκεφαλή του παραπάνω φυτού, η οποία έχει κανονικό μέγεθος γύρω στα 15 εκατοστά
- (λαϊκότροπο) μεθυσμένος
- (νεολογισμός) είδος χτενίσματος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κουνουπίδι