Δείτε επίσης: κουνουπίδι

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουνουπίδιν ουδέτερο

  • (λαχανικό) κουνουπίδι
      12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα B', στίχ. 42 (40-42) @dimodis.greeklanguage.gr
    σέλινον, πρασομάρουλον καὶ κάρδαμον καὶ ἰντύβιν,
    σπανάκιν, χρυσολάχανον, γογγύλιν, ματζιτζάνιν,
    φρύγιον κράμβην καὶ γουλὶν καὶ ἀπὸ τὸ κουνουπίδιν;
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία