Ετυμολογία

επεξεργασία
ἰντύβιν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἴντυβος + -ιν

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἰντύβιν ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • ἰντύβιν (ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού)
  • ἰντύβια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)