αντίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντίδι | τα | αντίδια |
γενική | του | αντιδιού | των | αντιδιών |
αιτιατική | το | αντίδι | τα | αντίδια |
κλητική | αντίδι | αντίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντίδι < όψιμη μεσαιωνική ελληνική< μεσαιωνική ελληνική εντύβιον, υποκ. του έντυβον και ίντυβον< λατ. intibus.
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντίδι ουδέτερο
- (λαχανικό) είδος φαγώσιμου χόρτου που μοιάζει με το ραδίκι (επιστημονική ονομασία κιχώριον το αντίδιον και Cichorium endivia) κοιν. πικραλίδα, πικρομάρουλο.