Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουνουπιδόσουπα οι κουνουπιδόσουπες
      γενική της κουνουπιδόσουπας
    αιτιατική την κουνουπιδόσουπα τις κουνουπιδόσουπες
     κλητική κουνουπιδόσουπα κουνουπιδόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουνουπιδόσουπα < κουνουπίδ(ι) + -ό- + -σουπα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουνουπιδόσουπα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία