κουβεντιασμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουβεντιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουβεντιάζω
Μετοχή επεξεργασία
κουβεντιασμένος, -η, -ο
- που τον κουβεντιάζουν
- (μεταφορικά) που τον κουτσομπολεύουν, που έχει γίνει θέμα κουτσομπολιού, κουτσομπολεμένος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις κουβεντιάζω και κουβέντα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουβεντιασμένος
|