Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κουτσομπολεμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κουτσομπολεμέν
ος
η
κουτσομπολεμέν
η
το
κουτσομπολεμέν
ο
γενική
του
κουτσομπολεμέν
ου
της
κουτσομπολεμέν
ης
του
κουτσομπολεμέν
ου
αιτιατική
τον
κουτσομπολεμέν
ο
την
κουτσομπολεμέν
η
το
κουτσομπολεμέν
ο
κλητική
κουτσομπολεμέν
ε
κουτσομπολεμέν
η
κουτσομπολεμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κουτσομπολεμέν
οι
οι
κουτσομπολεμέν
ες
τα
κουτσομπολεμέν
α
γενική
των
κουτσομπολεμέν
ων
των
κουτσομπολεμέν
ων
των
κουτσομπολεμέν
ων
αιτιατική
τους
κουτσομπολεμέν
ους
τις
κουτσομπολεμέν
ες
τα
κουτσομπολεμέν
α
κλητική
κουτσομπολεμέν
οι
κουτσομπολεμέν
ες
κουτσομπολεμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κουτσομπολεμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κουτσομπολεύω
Μετοχή
επεξεργασία
κουτσομπολεμένος
, -η, -ο
που τον έχουν
κουτσομπολέψει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουτσομπολεμένος