πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπτική οι κοπτικές
      γενική της κοπτικής των κοπτικών
    αιτιατική την κοπτική τις κοπτικές
     κλητική κοπτική κοπτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

κοπτική θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη κόβω

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
κοπτική < κόπτης

Ουσιαστικό 1

επεξεργασία

κοπτική θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία