κοπτική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοπτική | οι | κοπτικές |
γενική | της | κοπτικής | των | κοπτικών |
αιτιατική | την | κοπτική | τις | κοπτικές |
κλητική | κοπτική | κοπτικές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- κοπτική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κοπτικός < ελληνιστική κοινή κοπτικός < αρχαία ελληνική κόπτω
Ουσιαστικό 1
επεξεργασίακοπτική θηλυκό
- η μοδιστρική τέχνη που σχετίζεται με την κοπή υφασμάτων για το ράψιμο ρούχων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κόβω
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- κοπτική < κόπτης
Ουσιαστικό 1
επεξεργασίακοπτική θηλυκό
- ουσιαστικοποιημένο θηλυκό η κοπτική γλώσσα, τα κοπτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοδιστρική τέχνη
|
γλώσσα της Αιγύπτου
→ δείτε τη λέξη κοπτικά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακοπτική