μοδιστρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μοδιστρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη μοδίστρα / τον μόδιστρο ή τη μοδιστρική ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) μοδιστρική
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοδιστρικός
|