Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοδιστρικός η μοδιστρική το μοδιστρικό
      γενική του μοδιστρικού της μοδιστρικής του μοδιστρικού
    αιτιατική τον μοδιστρικό τη μοδιστρική το μοδιστρικό
     κλητική μοδιστρικέ μοδιστρική μοδιστρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοδιστρικοί οι μοδιστρικές τα μοδιστρικά
      γενική των μοδιστρικών των μοδιστρικών των μοδιστρικών
    αιτιατική τους μοδιστρικούς τις μοδιστρικές τα μοδιστρικά
     κλητική μοδιστρικοί μοδιστρικές μοδιστρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοδιστρικός < μοδίστρα + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

μοδιστρικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη μοδίστρα / τον μόδιστρο ή τη μοδιστρική ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μοδιστρική

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία