κομιτατζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομιτατζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική komitacı < komita < γαλλική comité < λατινική committo < mitto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meyth₂- / *mith₂- (αλλάζω, μετακινώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομιτατζής αρσενικό
- (ιστορία) μέλος αντάρτικης βουλγαρικής ομάδας που έδρασε στα Βαλκάνια προς το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
- ελληνικής καταγωγής άτομο που υπηρετούσε με την πλευρά της Βουλγαρίας κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων