Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

committo < com + mitto

  Ρήμα επεξεργασία

committo

  1. συμβάλλω
  2. συνάπτω
  3. αρχίζω
  4. συνεχίζω
  5. πράττω, ενεργώ
  6. δίνω
  7. αφήνω, επιτρέπω
  8. (παθητικό) χάνομαι

Κλίση επεξεργασία