Δείτε επίσης: κομιτάτον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομιτάτο τα κομιτάτα
      γενική του κομιτάτου των κομιτάτων
    αιτιατική το κομιτάτο τα κομιτάτα
     κλητική κομιτάτο κομιτάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομιτάτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική comitato} < γαλλική comité < λατινική committo < mitto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *meyth₂- / *mith₂- (αλλάζω, μετακινώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.miˈta.to/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομιτάτο ουδέτερο

  • (ιστορία) μυστική οργάνωση (στα Βαλκάνια, τέλη 19ου αιώνα - αρχές 20ού) με μέλη της πολίτες και στρατιώτες, που είχαν απελευθερωτικούς ή άλλους σκοπούς
    ※  Του Προφήτη Ηλία ήταν η μέρα που είχε ορίσει το κομιτάτο για το σηκωμό. (Ίων Δραγούμης (1914) Σώνουν οι μάρτυρες! [διήγημα])

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία