κομιτάτον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομιτάτον < (άμεσο δάνειο) λατινική comitatus < comitor < comes < com- + eo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁ey-
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομιτάτον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Δείτε επίσης : κομιτάτο |
κομιτάτον ουδέτερο