↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κιρκαδιανός η κιρκαδιανή το κιρκαδιανό
      γενική του κιρκαδιανού της κιρκαδιανής του κιρκαδιανού
    αιτιατική τον κιρκαδιανό την κιρκαδιανή το κιρκαδιανό
     κλητική κιρκαδιανέ κιρκαδιανή κιρκαδιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κιρκαδιανοί οι κιρκαδιανές τα κιρκαδιανά
      γενική των κιρκαδιανών των κιρκαδιανών των κιρκαδιανών
    αιτιατική τους κιρκαδιανούς τις κιρκαδιανές τα κιρκαδιανά
     κλητική κιρκαδιανοί κιρκαδιανές κιρκαδιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιρκαδιανός < αγγλική circadian < λατινική circa (περίπου) + dies (ημέρα)

  Επίθετο

επεξεργασία

κιρκαδιανός, -ή -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία