Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κιρκαδιανός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κιρκαδιαν
ός
η
κιρκαδιαν
ή
το
κιρκαδιαν
ό
γενική
του
κιρκαδιαν
ού
της
κιρκαδιαν
ής
του
κιρκαδιαν
ού
αιτιατική
τον
κιρκαδιαν
ό
την
κιρκαδιαν
ή
το
κιρκαδιαν
ό
κλητική
κιρκαδιαν
έ
κιρκαδιαν
ή
κιρκαδιαν
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κιρκαδιαν
οί
οι
κιρκαδιαν
ές
τα
κιρκαδιαν
ά
γενική
των
κιρκαδιαν
ών
των
κιρκαδιαν
ών
των
κιρκαδιαν
ών
αιτιατική
τους
κιρκαδιαν
ούς
τις
κιρκαδιαν
ές
τα
κιρκαδιαν
ά
κλητική
κιρκαδιαν
οί
κιρκαδιαν
ές
κιρκαδιαν
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κιρκαδιανός
<
αγγλική
circadian
<
λατινική
circa
(
περίπου
) +
dies
(
ημέρα
)
Επίθετο
επεξεργασία
κιρκαδιανός, -ή -ό
(
βιολογία
) ο
αναφερόμενος
στο
βιολογικό
ρυθμό
με περίοδο το
ημερονύχτιο
, αυτός που επανέρχεται ανά
εικοσιτετράωρο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
κιρκάδιος
κιρκαδικός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
κιρκάνιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κιρκαδιανός
αγγλικά
:
circadian
(en)
γαλλικά
:
circadien
(fr)
,
nycthémère
(fr)