circadien
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | circadien | circadiens |
θηλυκό | circadienne | circadiennes |
Επίθετο
επεξεργασίαcircadien (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | circadien | circadiens |
θηλυκό | circadienne | circadiennes |
circadien (fr)