κιρκαδιανά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κιρκαδιανά < κιρκαδιανός + -ά)
Επίρρημα
επεξεργασίακιρκαδιανά
- σε κιρκαδιανό ρυθμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία κιρκαδιανά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακιρκαδιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κιρκαδιανός