Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναφερόμενος η αναφερόμενη το αναφερόμενο
      γενική του αναφερόμενου της αναφερόμενης του αναφερόμενου
    αιτιατική τον αναφερόμενο την αναφερόμενη το αναφερόμενο
     κλητική αναφερόμενε αναφερόμενη αναφερόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναφερόμενοι οι αναφερόμενες τα αναφερόμενα
      γενική των αναφερόμενων των αναφερόμενων των αναφερόμενων
    αιτιατική τους αναφερόμενους τις αναφερόμενες τα αναφερόμενα
     κλητική αναφερόμενοι αναφερόμενες αναφερόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

αναφερόμενος





  Μεταφράσεις επεξεργασία