Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναφερόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναφερόμεν
ος
η
αναφερόμεν
η
το
αναφερόμεν
ο
γενική
του
αναφερόμεν
ου
της
αναφερόμεν
ης
του
αναφερόμεν
ου
αιτιατική
τον
αναφερόμεν
ο
την
αναφερόμεν
η
το
αναφερόμεν
ο
κλητική
αναφερόμεν
ε
αναφερόμεν
η
αναφερόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναφερόμεν
οι
οι
αναφερόμεν
ες
τα
αναφερόμεν
α
γενική
των
αναφερόμεν
ων
των
αναφερόμεν
ων
των
αναφερόμεν
ων
αιτιατική
τους
αναφερόμεν
ους
τις
αναφερόμεν
ες
τα
αναφερόμεν
α
κλητική
αναφερόμεν
οι
αναφερόμεν
ες
αναφερόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αναφερόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
αναφέρομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναφερόμενος
αγγλικά
:
referred
(en)