κεϋνσιανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κεϋνσιανισμός | οι | κεϋνσιανισμοί |
γενική | του | κεϋνσιανισμού | των | κεϋνσιανισμών |
αιτιατική | τον | κεϋνσιανισμό | τους | κεϋνσιανισμούς |
κλητική | κεϋνσιανισμέ | κεϋνσιανισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεϋνσιανισμός < αγγλική Keynesianism < το όνομα του Βρετανού οικονομολόγου John Maynard Keynes
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.in.si.a.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ϋν‐σι‐α‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεϋνσιανισμός αρσενικό
- (οικονομία) οικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία το κράτος πρέπει να τονώσει ενεργά την οικονομική ανάπτυξη και να βελτιώσει τη σταθερότητα στον ιδιωτικό τομέα μέσω των επιτοκίων, της φορολογίας και των δημόσιων έργων.
- ※ Ο κεϋνσιανισμός, δηλαδή η οικονομική πολιτική που θέλει το κράτος να έχει αρκετά ενεργό ρόλο στην οικονομία με κύριο στόχο την τόνωση της ζήτησης μέσω κρατικών δαπανών ή άλλων εργαλείων, ανήκει ιδεολογικά κυρίως στην κεντροαριστερά.
- Α. Σκούρας, Κέυνς, φιλελευθερισμός και πανδημία, liberal.gr, 28 Μαΐου 2020
- ※ Ο κεϋνσιανισμός, δηλαδή η οικονομική πολιτική που θέλει το κράτος να έχει αρκετά ενεργό ρόλο στην οικονομία με κύριο στόχο την τόνωση της ζήτησης μέσω κρατικών δαπανών ή άλλων εργαλείων, ανήκει ιδεολογικά κυρίως στην κεντροαριστερά.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κεϋνσιανισμός
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.