↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κεϋνσιανισμός οι κεϋνσιανισμοί
      γενική του κεϋνσιανισμού των κεϋνσιανισμών
    αιτιατική τον κεϋνσιανισμό τους κεϋνσιανισμούς
     κλητική κεϋνσιανισμέ κεϋνσιανισμοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κεϋνσιανισμός < αγγλική Keynesianism < το όνομα του Βρετανού οικονομολόγου John Maynard Keynes

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ce.in.si.a.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κε‐ϋν‐σι‐α‐νι‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεϋνσιανισμός αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.