κειμήλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κειμήλιον | τὰ | κειμήλιᾰ |
γενική | τοῦ | κειμηλίου | τῶν | κειμηλίων |
δοτική | τῷ | κειμηλίῳ | τοῖς | κειμηλίοις |
αιτιατική | τὸ | κειμήλιον | τὰ | κειμήλιᾰ |
κλητική ὦ! | κειμήλιον | κειμήλιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κειμηλίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κειμηλίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίακειμήλιον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κειμήλιος < κεῖμαι + -ήλιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακειμήλιον ουδέτερο
- κάτι που το αφήνουμε στην άκρη σαν πολύτιμο, θησαυρός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 91 (στίχοι 90-91)
- μὴ πατέρ᾽ ἀντίθεον διζήμενος αὐτὸς ὄλωμαι, | ἤ τί μοι ἐκ μεγάρων κειμήλιον ἐσθλὸν ὄληται.»
- μήπως λοιπόν αναζητώντας τον ισόθεο πατέρα μου, βρεθώ εγώ αφανισμένος | ή κι εξαφανιστεί απ᾽ το παλάτι κάποιο πολύτιμο κειμήλιο.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- μὴ πατέρ᾽ ἀντίθεον διζήμενος αὐτὸς ὄλωμαι, | ἤ τί μοι ἐκ μεγάρων κειμήλιον ἐσθλὸν ὄληται.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 9 (στίχοι 8-10)
- βῆ δ᾽ ἴμεναι θάλαμόνδε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν | ἔσχατον· ἔνθα δέ οἱ κειμήλια κεῖτο ἄνακτος, | χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος.
- Τράβηξε με τις παρακόρες της ίσα στην κάμαρη, την τελευταία | στο βάθος, όπου ασφαλίζονται πολύτιμα κειμήλια | του βασιλιά· χρυσός, χαλκός και σφυρηλατημένος σίδηρος.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- βῆ δ᾽ ἴμεναι θάλαμόνδε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν | ἔσχατον· ἔνθα δέ οἱ κειμήλια κεῖτο ἄνακτος, | χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 91 (στίχοι 90-91)
- κειμήλιο, ενθύμιο, πατρογονικό αντικείμενο που έχει υποκειμενική αξία
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 600
- δῶρον δ᾽ ὅττι κέ μοι δοίης, κειμήλιον ἔστω·
- Το δώρο πάλι, ό,τι μου δώσεις, θα το ᾽θελα να στέκεται στο σπίτι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- δῶρον δ᾽ ὅττι κέ μοι δοίης, κειμήλιον ἔστω·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 618 (στίχοι 617-619)
- καὶ ἔειπε παραστάς· | «τῆ νῦν, καὶ σοὶ τοῦτο, γέρον, κειμήλιον ἔστω, | Πατρόκλοιο τάφου μνῆμ᾽ ἔμμεναι·
- «λάβε αυτό», του είπε, «γέροντά μου, | σαν του Πατρόκλου ενθύμημα να το ᾽χεις | οπού ετάφη·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- καὶ ἔειπε παραστάς· | «τῆ νῦν, καὶ σοὶ τοῦτο, γέρον, κειμήλιον ἔστω, | Πατρόκλοιο τάφου μνῆμ᾽ ἔμμεναι·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 600
- (με αρνητική σημασία) κειμήλιο, ενθύμιο
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Νόμος, (Lex), κεφ. 4, p. 642 @scaife.perseus
- Ἡ δὲ ἀπειρίη, κακὸς θησαυρὸς καὶ κακὸν κειμήλιον τοῖσιν ἔχουσιν αὐτέην, καὶ ὄναρ καὶ ὕπαρ, εὐθυμίης τε καὶ εὐφροσύνης ἄμοιρος, δειλίης τε καὶ θρασύτητος τιθήνη. Δειλίη μὲν γὰρ ἀδυναμίην σημαίνει· θρασύτης δὲ, ἀτεχνίην.
- ΣτΕ: Ο Ἱπποκράτης αναφέρεται στην έλλειψη πρακτικής εμπειρίας στους γιατρούς.
- Ἡ δὲ ἀπειρίη, κακὸς θησαυρὸς καὶ κακὸν κειμήλιον τοῖσιν ἔχουσιν αὐτέην, καὶ ὄναρ καὶ ὕπαρ, εὐθυμίης τε καὶ εὐφροσύνης ἄμοιρος, δειλίης τε καὶ θρασύτητος τιθήνη. Δειλίη μὲν γὰρ ἀδυναμίην σημαίνει· θρασύτης δὲ, ἀτεχνίην.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Νόμος, (Lex), κεφ. 4, p. 642 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακειμήλιον
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του κειμήλιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κειμήλιος
Πηγές
επεξεργασία- κειμήλιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κειμήλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.