κειμήλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κειμήλιο < αρχαία ελληνική κειμήλιον < κεῖμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακειμήλιο ουδέτερο
- το αντικείμενο που έχει για κάποιον μεγάλη συναισθηματική αξία ώστε να το διατηρεί ως αναμνηστικό
- (θρησκεία) το λείψανο αγίου