Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρυδένιος η καρυδένια το καρυδένιο
      γενική του καρυδένιου της καρυδένιας του καρυδένιου
    αιτιατική τον καρυδένιο την καρυδένια το καρυδένιο
     κλητική καρυδένιε καρυδένια καρυδένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρυδένιοι οι καρυδένιες τα καρυδένια
      γενική των καρυδένιων των καρυδένιων των καρυδένιων
    αιτιατική τους καρυδένιους τις καρυδένιες τα καρυδένια
     κλητική καρυδένιοι καρυδένιες καρυδένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
καρυδένια ντουλάπα

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρυδένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρυδένιος < καρυδι(ά) (δέντρο) + -ένιος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾiˈðe.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρυ‐δέ‐νιος

  Επίθετο επεξεργασία

καρυδένιος, -α, -ο

  1. (κυρίως για έπιπλο) ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, από καρυδόξυλο
  2. (γαστρονομία) για γλυκό με ψίχα καρυδιού ή καρύδια
     συνώνυμα: καρυδάτος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρυδένιος < καρυδ(ιά) + -ένιος

  Επίθετο επεξεργασία

καρυδένιος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία