καρυδένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | καρυδένιος | η | καρυδένια | το | καρυδένιο |
γενική | του | καρυδένιου | της | καρυδένιας | του | καρυδένιου |
αιτιατική | τον | καρυδένιο | την | καρυδένια | το | καρυδένιο |
κλητική | καρυδένιε | καρυδένια | καρυδένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | καρυδένιοι | οι | καρυδένιες | τα | καρυδένια |
γενική | των | καρυδένιων | των | καρυδένιων | των | καρυδένιων |
αιτιατική | τους | καρυδένιους | τις | καρυδένιες | τα | καρυδένια |
κλητική | καρυδένιοι | καρυδένιες | καρυδένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- καρυδένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρυδένιος < καρυδι(ά) (δέντρο) + -ένιος [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾiˈðe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρυ‐δέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασία
καρυδένιος, -α, -ο
- (κυρίως για έπιπλο) ο κατασκευασμένος από ξύλο καρυδιάς, από καρυδόξυλο
- (γαστρονομία) για γλυκό με ψίχα καρυδιού ή καρύδια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
από ξύλο καρυδιάς
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ καρυδένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
καρυδένιος
- καρυδένιος (νέα ελληνικά): από ξύλο καρυδιάς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καρύδιν
Πηγές
επεξεργασία
- καρυδένιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].