καρυδόξυλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾiˈðo.ksi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐ρυ‐δό‐ξυ‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρυδόξυλο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρυδόξυλο
|
καρυδόξυλο ουδέτερο
|