καρυδάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρυδάτος < καρύδι + -άτος (πβ. μεσαιωνική ελληνική καρυδάτον)
Επίθετο
επεξεργασίακαρυδάτος
- που έχει το σχήμα του καρυδιού ή ανάλογο μέγεθος ή περιέχει καρύδι (ψίχα καρυδιού)
- (ουσιαστικοποιημένο) καρυδάτο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καρύδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρυδάτος
|