καρτερόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρτερόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καρτερόψυχος[1] < καρτερ(ός) (< κάρτος) + -ό- + -ψυχος (ψυχή)
Επίθετο
επεξεργασίακαρτερόψυχος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρτερόψυχος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
καρτεροψῡχο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | καρτερόψυχος | τὸ | καρτερόψυχον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | καρτεροψύχου | τοῦ | καρτεροψύχου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | καρτεροψύχῳ | τῷ | καρτεροψύχῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | καρτερόψυχον | τὸ | καρτερόψυχον | ||
κλητική ὦ! | καρτερόψυχε | καρτερόψυχον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | καρτερόψυχοι | τὰ | καρτερόψυχᾰ | ||
γενική | τῶν | καρτεροψύχων | τῶν | καρτεροψύχων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | καρτεροψύχοις | τοῖς | καρτεροψύχοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | καρτεροψύχους | τὰ | καρτερόψυχᾰ | ||
κλητική ὦ! | καρτερόψυχοι | καρτερόψυχᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καρτεροψύχω | τὼ | καρτεροψύχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καρτεροψύχοιν | τοῖν | καρτεροψύχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρτερόψυχος, λέξη του 4ου αιώνα < αρχαία ελληνική καρτερ(ός) (< κάρτος) + -ό- + -ψυχος
Επίθετο
επεξεργασίακαρτερόψυχος,
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- καρτερόψυχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- καρτερόψυχος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].